ανέδαφος

ανέδαφος
-η, -ο
1. αυτός που δεν έχει δική του γη, δική του πατρίδα
2. (για κρατική εξουσία) εκείνη που ασκείται σε ξένη χώρα, από εξόριστη κυβέρνηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”